γαστροπίων

γαστροπίων
γαστρο-πίων [ῑ], ονος, , ,
A a pot-bellied person, D.C.65.20.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γαστροπίων — γαστροπίων, ο (Α) αυτός που έχει χοντρή κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ ( στρός) + πίων «παχύς, ευτραφής»] …   Dictionary of Greek

  • γαστροπίων — a pot bellied person masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”